- ὑποφέρεις
- ὑποφέρωcarry away underpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταψί — και τεψί, το, Ν 1. είδος μεγάλου, αβαθούς και στρογγυλού μεταλλικού μαγειρικού σκεύους 2. φρ. α) «γλυκά [ή γλυκίσματα] τού ταψιού» γλυκά που ψήνονται σε ταψί β) «θα σέ χορέψω [ή θα σέ κάνω να χορέψεις] στο ταψί» θα σέ βασανίσω, θα σέ κάνω να… … Dictionary of Greek